- προσρυθμίζω
- προσρυθμίζω,A adapt, accommodate,
τὴν κρᾶσιν Gal.15.415
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὴν κρᾶσιν Gal.15.415
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσρυθμίζω — Α ρυθμίζω κάτι σε σχέση με κάτι άλλο, προσαρμόζω … Dictionary of Greek